εἰδωλολάτραι

εἰδωλολάτραι
εἰδωλολάτρης
idol-worshipper
masc/fem nom/voc pl
εἰδωλολάτρᾱͅ , εἰδωλολάτρης
idol-worshipper
masc/fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Малакия — О южносуданском футбольном клубе см. Малакия (футбольный клуб). Малакия (от др. греч. μαλακία «мягкий», «легко поддающийся давлению, сжатию», «эластичный»). 1Кор 6:9 Или не знаете, что неправедные Царства Божия не наследуют? Не… …   Википедия

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”